- έμμεσος
- -η, -οεπίρρ. -α που γίνεται με τρόπο πλάγιο και όχι απευθείας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἔμμεσος — intermediate masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έμμεσος — η, ο (AM ἔμμεσος, ον) αυτός που έχει σχέση ή αναφέρεται σε κάποιον άλλο ή ενεργεί και επηρεάζει άλλον όχι άμεσα αλλά μέσω κάποιου τρίτου νεοελλ. 1. «έμμεση βολή» βολή εναντίον στόχου που δεν είναι ορατός από εκεί που βάλλει το πυροβόλο 2.… … Dictionary of Greek
ἐμμέσως — ἔμμεσος intermediate adverbial ἔμμεσος intermediate masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔμμεσον — ἔμμεσος intermediate masc/fem acc sg ἔμμεσος intermediate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δασμός — Έμμεσος φόρος που μπορεί να επιβληθεί στα εμπορεύματα, τα οποία μεταφέρονται από χώρα σε χώρα, όταν περνούν την τελωνειακή γραμμή. Ανάλογα με τον σκοπό που επιδιώκεται με τους δ., γίνεται διάκριση μεταξύ δημοσιονομικών δ. και οικονομικών ή… … Dictionary of Greek
ἐμμέσοις — ἔμμεσος intermediate masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμμέσου — ἔμμεσος intermediate masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμμέσους — ἔμμεσος intermediate masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμμέσων — ἔμμεσος intermediate masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμμέσῳ — ἔμμεσος intermediate masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)